- οκλάζω
- (Α ὀκλάζω)1. κάθομαι με κεκαμμένα τα σκέλη, κάθομαι σε μαζεμένη στάση με λυγισμένα τα γόνατα και με το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών2. (ιδίως για ζώο, όπως άλογο ή βόδι) πέφτω στα γόνατα και στηρίζω το βάρος τού σώματός μου σε αυτά, γονατίζω («οἱ τοῑς ἵπποις ἐφάλλεσθαι μὴ δυνάμενοι, αὐτοὺς ἐκείνους ὀκλάζειν καὶ ὑποπίπτειν διδάσκουσι», Πλούτ.)νεοελλ.κάθομαι οκλαδόναρχ.1. (για ταξιδιώτη) εξασθενώ από την κούραση, σωριάζομαι2. κάμπτω, λυγίζω κάτι («ὀκλάζει μὲν τὰ ὀπίσθια ἐν τοῑς ἀστραγάλοις, αἴρει δὲ τὸ πρόσθεν σῶμα», Ξεν.)3. (για άνεμο ή για ψυχικές καταστάσεις) χαλαρώνω, ηρεμώ, καταπραΰνομαι («ὤκλαζε αὐτοῑς ὁ θυμός», Ηλιόδ.)4. ελαττώνω, περιορίζω κάτι («ὀκλάσας τὸν πόθον», Ηλιόδ.)5. φρ. «θρόνος ὀκλάζων» — ο οκλαδίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀκλάζω, κατά μία άποψη, προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀκλάω (πρβλ. δαμάζω: δαμάω), συνθ. με α' συνθετικό το προθεματικό μόριο ὀ-*(ΙΙ) «μαζί» και β' συνθετικό το ρ. κλάω «σπάζω». Ωστόσο, κατ' άλλη άποψη, πρωτόθετη λ. τής οικογένειας θα πρέπει να θεωρηθεί κάποιος ονοματικός τ.: ὀκλάς, -άδος, ὀκλαδία, ὀκλαδίας (< προθεματικό μόριο ὀ-*(ΙΙ) + θ. κλαδ-, πρβλ. κλάδος, κλαδί), οπότε το ρ. ὀκλάζω θα αποτελεί παράγωγο τών τύπων αυτών. Η σύνδεση, τέλος, με τους τύπους τού Ησύχ. κλωκυδά και ὀκκῦλαιτὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερνῶν καθῆσθαι προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες].
Dictionary of Greek. 2013.